akcja
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akcja | akcje |
γενική | akcji | akcji(/akcyj) |
δοτική | akcji | akcjom |
αιτιατική | akcję | akcje |
οργανική | akcją | akcjami |
τοπική | akcji | akcjach |
κλητική | akcjo | akcje |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
akcja (pl) θηλυκό