Μετάβαση στο περιεχόμενο

anticipation

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

anticipation (en)

  1. προσμονή, προσδοκία, ελπίδα
  2. πρόνοια, πρόβλεψη

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
anticipation anticipations

anticipation (fr) θηλυκό

  1. η πρόβλεψη