bank rate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bank rate | bank rates |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]bank rate (en)
- (οικονομία) ο προεξοφλητικός τόκος, το προεξοφλητικό επιτόκιο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- bank rate στην αγγλική Βικιπαίδεια