blason

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
blason, αγνώστου ετύμου, ίσως γερμανόφωνου

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bla.zɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
blason blasons
το οικόσημο της πόλης Écouen

blason (fr) αρσενικό

  1. το οικόσημο
    → δείτε τη λέξη  armes, armoiries
  2. η οικοσημολογία
    → δείτε τη λέξη  héraldique
  3. τραβέρσα που ενώνει τα μπροστινά « πόδια » ενός καθίσματος
  4. (λογοτεχνία) ποίημα που περιγράφει λεπτομερώς, με σατυρικό ή εγκωμιαστικό τρόπο, το χαρακτήρα και τα προτερήματα ενός ατόμου, αντικειμένου, κλπ.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • blason στη γαλλική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γαλλική Βικιπαίδεια