οικοσημολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οικοσημολογία < οικόσημ(ο) + -ο- + -λογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οικοσημολογία θηλυκό
- η ενασχόληση που έχει ως αντικείμενο τη συγκέντρωση, μελέτη και ανάλυση των οικόσημων των αριστοκρατικών οικογενειών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οικοσημολογία
|
Πηγές[επεξεργασία]
- οικοσημολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας