bleu
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bleu | bleus |
θηλυκό | bleue | bleues |
bleu (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bleu (fr) αρσενικό
- (χρώμα) το μπλε
- η μελανιά, ο μώλωπας
- το μαθητούδι, το στραβάδι
- φόρμα (οικεία) Les cols bleus
- Je dois enfiler mon bleu de travail avant de couper cet arbre.