boding
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | boding |
συγκριτικός | more boding |
υπερθετικός | most boding |
boding (en)
Μετοχή
[επεξεργασία]boding (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
boding | bodings |
boding (en)
- ο οιωνός