bristling

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός bristling
συγκριτικός more bristling
υπερθετικός most bristling

bristling (en)

  1. κοντόχοντρη σκληρή τρίχα που τσιμπάει (ή κάτι που της μοιάζει)
    a bristling beard - σκληρά γένια
  2. υπερδραστήριος
    bristling energy

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bristling bristlings

bristling (en)

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

bristling (en)