bristling
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | bristling |
συγκριτικός | more bristling |
υπερθετικός | most bristling |
bristling (en)
- κοντόχοντρη σκληρή τρίχα που τσιμπάει (ή κάτι που της μοιάζει)
- a bristling beard - σκληρά γένια
- υπερδραστήριος
- bristling energy
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bristling | bristlings |
bristling (en)
- ανατρίχιασμα, ανατριχίλα, σήκωμα τρίχας, η τρίχα κάγκελο
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
bristling (en)