broszka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | broszka | broszki |
γενική | broszki | broszek |
δοτική | broszce | broszkom |
αιτιατική | broszkę | broszki |
οργανική | broszką | broszkami |
τοπική | broszce | broszkach |
κλητική | broszko | broszki |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]broszka (pl) θηλυκό
- η καρφίτσα (κόσμημα)