broszka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική broszka broszki
γενική broszki broszek
δοτική broszce broszkom
αιτιατική brosz broszki
οργανική brosz broszkami
τοπική broszce broszkach
κλητική broszko broszki

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈbrɔʃka/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

broszka (pl) θηλυκό