bust a nut
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]bust a nut (en) (αργκό, χυδαίο)
- (γενικότερα) το να είμαι ενθουσιασμένος με κάτι
- χύνω: εκσπερματώνω, εκσπερματίζω
- το να δουλεύω πολύ σκληρά, καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια
- τα χάνω, χάνω την ψυχραιμία μου
Πηγές
[επεξεργασία]- bust a nut - Dictionary.com. Λήμματα από διάφορα λεξικά για την αγγλική γλώσσα. © 2019 Dictionary.com, LLC
- bust a nut - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.