columbus
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- columbus < αρχαία ελληνική κόλυμβος (πβ. κολυμβάω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]columbus (la) αρσενικό (θηλυκό columba)
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | columbus | columbī |
γενική | columbī | columbōrum |
δοτική | columbō | columbīs |
αιτιατική | columbum | columbōs |
κλητική | columbe | columbī |
αφαιρετική | columbō | columbīs |
Πηγές
[επεξεργασία]- columbus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.