come out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας come out
γ΄ ενικό ενεστώτα comes out
αόριστος came out
παθητική μετοχή come out
ενεργητική μετοχή coming out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
come out < → δείτε τις λέξεις come και out

come out (en)

  1. δημοσιεύομαι, βγαίνω
    My new book comes out tomorrow.
    Το νέο μου βιβλίο βγαίνει αύριο.
    The revised edition didn’t come out yet.
    Η αναθεωρημένη έκδοση δε βγήκε ακόμα.
  2. αποκαλύπτομαι, βγαίνω, κάτι γίνεται γνωστό
    When the truth came out
    Όταν αποκαλύφτηκε η αλήθεια…
    If the truth comes out
    Αν βγει η αλήθεια…
  3. τάσσομαι, λέω δημόσια αν συμφωνώ ή διαφωνώ σε κάτι
    The opposition has come out in favor of the bill.
    Η αντιπολίτευση δήλωσε ότι τάσσεται υπέρ του νομοσχεδίου.
    He came out against my plan.
    Τάχθηκε εναντίον του σχεδίου μου.
  4. βγαίνω, μια φωτογραφία έχει καθαρή εικόνα όταν εκτυπώνεται
    They came out well in the photos.
    Έβγαλαν καλά στις φωτογραφίες.
  5. βγαίνω, αφαιρείται από κάτι με πλύσιμο ή καθάρισμα
    These stains won’t come out.
    Αυτοί οι λεκέδες δεν βγαίνουν με τίποτα.
  6. καταλήγω, έχει ως αποτέλεσμα
    The total comes out to 10 euros.
    Το σύνολο καταλήγει να 'ναι 10 ευρώ.
     συνώνυμα: come out at