corrigendum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kor.riˈɡen.dum/
Γερούνδιο
[επεξεργασία]corrigendum
Κλιτικός τύπος γερουνδιακού
[επεξεργασία]corrigendum
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του corrigendus
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του corrigendus
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]corrigendum ουδέτερο