critically

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

critically < critical

Επίρρημα[επεξεργασία]

critically (en)

  1. κριτικά, με κριτική ματιά
    techniques and strategies for reading critically
  2. επικριτικά
  3. σε κρίσιμη κατάσταση
    tiger is a critically endangered species