critically
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- critically < critical
Επίρρημα[επεξεργασία]
critically (en)
- κριτικά, με κριτική ματιά
- techniques and strategies for reading critically
- επικριτικά
- σε κρίσιμη κατάσταση
- tiger is a critically endangered species