deplete
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | deplete |
γ΄ ενικό ενεστώτα | depletes |
αόριστος | depleted |
παθητική μετοχή | depleted |
ενεργητική μετοχή | depleting |
Ρήμα[επεξεργασία]
deplete (en)
- (μεταβατικό) εξαντλώ, στερεύω
- ※ A depleted bank account had caused me to postpone my holiday
- Ένας αδειασμένος τραπεζικός λογαριασμός μού επέβαλε να αναβάλω τις διακοπές μου
- Arthur Conan Doyle, Memoirs of Sherlock Holmes (1894), The Resident Patient
- ≈ συνώνυμα: use up
- (για μετρήσιμη ποσότητα) μειώνω, ελαττώνω