dessert
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dessert | desserts |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dessert (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dessert | desserts |
dessert (fr) αρσενικό
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dessert (it)
- (γαστρονομία) το γλύκισμα που ακολουθεί ένα γεύμα, το επιδόρπιο