discounter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- discounter < (άμεσο δάνειο) αγγλική to discount (κάνω έκπτωση, μειώνω την τιμή)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
discounter | discounters |
discounter (fr) και discounteur
- κατάστημα ή έμπορος που πωλεί συνήθως εμπορεύματα σε μειωμένη τιμή