dispatch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dispatch | dispatches |
dispatch (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | dispatch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dispatches |
αόριστος | dispatched |
παθητική μετοχή | dispatched |
ενεργητική μετοχή | dispatching |
dispatch (en)
- αποστέλλω
- αναθέτω αποστολή σε κάποιον, στέλνω κάποιον σε αποστολή
- αναφορά, αναφέρω σε ασύρματο ή απλά λεω ειδήσεις
Πηγές[επεξεργασία]
- dispatch (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- dispatch (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 112. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποστολή