distribute
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | distribute |
γ΄ ενικό ενεστώτα | distributes |
αόριστος | distributed |
παθητική μετοχή | distributed |
ενεργητική μετοχή | distributing |
Ρήμα
[επεξεργασία]distribute (en)
- διανέμω, δίνω πράγματα σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων· μοιράζομαι κάτι μεταξύ πολλών ανθρώπων
- ※ One of the most popular VCS tools was a system called RCS, which is still distributed with many computers today. (Pro Git 2nd ed. Edition) [1]
- «Ένα από τα πιο δημοφιλή συστήματα ελέγχου εκδόσεων ήταν το σύστημα RCS το οποίο διανέμεται ακόμα σε πολλούς υπολογιστές.» [2]
- ≈ συνώνυμα: administer, allocate, apportion, deal out, dispense, divide, dole out, give out, hand out και issue
- ※ One of the most popular VCS tools was a system called RCS, which is still distributed with many computers today. (Pro Git 2nd ed. Edition) [1]
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ (αγγλικά) 1.1 Getting Started - About Version Control. Πρόσβαση 2020-12-03.
- ↑ 1.1 Ξεκινώντας με το Git - Σχετικά με τον έλεγχο εκδόσεων. Πρόσβαση 2020-12-03.