Μετάβαση στο περιεχόμενο

distribute

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας distribute
γ΄ ενικό ενεστώτα distributes
αόριστος distributed
παθητική μετοχή distributed
ενεργητική μετοχή distributing

distribute (en)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]