drukarka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | drukarka | drukarki |
γενική | drukarki | drukarek |
δοτική | drukarce | drukarkom |
αιτιατική | drukarkę | drukarki |
οργανική | drukarką | drukarkami |
τοπική | drukarce | drukarkach |
κλητική | drukarko | drukarki |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
drukarka < drukować
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
drukarka (pl) θηλυκό