drukarka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική drukarka drukarki
γενική drukarki drukarek
δοτική drukarce drukarkom
αιτιατική drukar drukarki
οργανική drukar drukarkami
τοπική drukarce drukarkach
κλητική drukarko drukarki

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

drukarka < drukować

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /druˈkarka/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

drukarka (pl) θηλυκό