dégager
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
dégager (fr)
- σηκώνω την υποθήκη
- → δείτε τη λέξη gage
- αποδεσμεύω
- (κατ’ επέκταση) προσθέτω άνεση, αξιοποιώ
- απομονώνω, βγάζω, εξάγω
- καθαρίζω, ανοίγω, ελευθερώνω
- αναδίδω, αναδίνω
- (αθλητισμός) απομακρύνω τη μπάλα από το τέρμα