effectively
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- effectively < effective
Επίρρημα[επεξεργασία]
effectively (en)
effectively (en)