Κεράσοβο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κεράσοβο τα Κεράσοβα
      γενική του Κερασόβου
Κεράσοβου
των Κερασόβων
    αιτιατική το Κεράσοβο τα Κεράσοβα
     κλητική Κεράσοβο Κεράσοβα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κεράσοβο < βλάχικης προέλευσης• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ceˈɾa.so.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κε‐ρά‐σο‐βο

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κεράσοβο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]