Παλαιόκαστρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Παλαιόκαστρο τα Παλαιόκαστρα
      γενική του Παλαιοκάστρου
Παλαιόκαστρου
των Παλαιοκάστρων
    αιτιατική το Παλαιόκαστρο τα Παλαιόκαστρα
     κλητική Παλαιόκαστρο Παλαιόκαστρα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Παλαιόκαστρο < καθαρεύουσα Παλαιόκαστρον. Μορφολογικά αναλύεται σε παλαιό- + κάστρο.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.leˈo.ka.stɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πα‐λαι‐ό‐κα‐στρο

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Παλαιόκαστρο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]