Πλατανιώτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πλατανιώτισσα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πλατανιώτισσα οι Πλατανιώτισσες
      γενική της Πλατανιώτισσας των Πλατανιωτισσών
    αιτιατική την Πλατανιώτισσα τις Πλατανιώτισσες
     κλητική Πλατανιώτισσα Πλατανιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πλατανιώτισσα < Πλατανιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pla.taˈɲo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πλα‐τα‐νιώ‐τισ‐σα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πλατανιώτισσα θηλυκό

  1. (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Πλατανιώτης
     συνώνυμα: Πλατανίτισσα
  2. οικισμός της Αχαΐας
     συνώνυμα: Κλαπατσούνα
  3. προσωνυμία της Παναγίας σε μονή στο παραπάνω χωριό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Πλατανιώτης