αντιύλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντιύλη | οι | αντιύλες |
γενική | της | αντιύλης | των | αντιυλών |
αιτιατική | την | αντιύλη | τις | αντιύλες |
κλητική | αντιύλη | αντιύλες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιύλη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιύλη θηλυκό
- μορφή της ύλης στην οποία κάθε στοιχειώδες αντισωματίδιο είναι ηλεκτρικά φορτισμένο αντίθετα από το ομόλογό του της συνηθισμένης ύλης
- το ποζιτρόνιο είναι στοιχειώδες αντισωματίδιο της αντιύλης και είναι φορτισμένο θετικά, ενώ το αντίστοιχό του ηλεκτρόνιο είναι αρνητικά φορτισμένο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- αντιύλη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιύλη