κουπέπι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουπέπι | τα | κουπέπια |
γενική | του | κουπεπιού | των | κουπεπιών |
αιτιατική | το | κουπέπι | τα | κουπέπια |
κλητική | κουπέπι | κουπέπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουπέπι < (άμεσο δάνειο) αραβική كبابة (kabāba) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουπέπι ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό: κουπέπια)
- (ιδιωματικό, κυπριακά, γαστρονομία) ντολμάς
- Στρώνουμε λίγα κληματόφυλλα στον πάτο της κατσαρόλας για να μην κολλήσουν τα κουπέπια κατά το μαγείρεμα και τα βάζουμε κυκλικά σε σειρές μέσα στην κατσαρόλα, με την ένωση του τυλίγματος προς τα κάτω ώστε να μην ανοίξουν. Προσθέτουμε τον πολτό ντομάτας και νερό τόσο, ώστε να τα καλύπτει. (* εφημερίδα Καθημερινή)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- κουπέπια στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουπέπι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κυπριακά
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)