Μετάβαση στο περιεχόμενο

elite

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός elite
συγκριτικός eliter / more elite
υπερθετικός elitest / most elite

elite (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  • εκλεκτός, που έχει τη μεγαλύτερη ικανότητα στο υψηλότερο επίπεδο ανταγωνισμού
      an elite group of climbers - μια εκλεκτή ομάδα ορειβατών

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
elite elites

elite (en)

  • η ελίτ, οι εκλεκτοί, η αφρόκρεμα, μια μικρή ομάδα ανθρώπων σε μια κοινωνία κτλ.· που είναι ισχυροί και έχουν μεγάλη επιρροή, γιατί είναι πλούσιοι, έξυπνοι κτλ.
      the elite of society - η ελίτ της κοινωνίας
      He had invited the elite of Athenian society to his wedding.
    Στο γάμο του είχε προσκαλέσει την αφρόκρεμα της αθηναϊκής κοινωνίας.