embarrassed

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός embarrassed
συγκριτικός more embarrassed
υπερθετικός most embarrassed

embarrassed (en)

  • αμήχανος, είμαι ντροπαλός, άβολος ή ντροπιασμένος, ειδικά σε μια κοινωνική κατάσταση
    an embarrassed look - μια αμήχανη ματιά
    They look at each embarrassed, without speaking.
    Κοιτάζονταν αμήχανοι, χωρίς να μιλάν.

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

embarrassed (en)

Πηγές[επεξεργασία]