eminent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | eminent |
συγκριτικός | more eminent |
υπερθετικός | most eminent |
Επίθετο
[επεξεργασία]eminent (en)
- διαπρεπής, διακεκριμένος, ξεχωριστός, για άτομα που είναι διάσημα και σεβαστά, ειδικά σε ένα συγκεκριμένο επάγγελμα