entangle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας entangle
γ΄ ενικό ενεστώτα entangles
αόριστος entangled
παθητική μετοχή entangled
ενεργητική μετοχή entangling

Ετυμολογία [επεξεργασία]

entangle < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική entaglen (εμπλέκω κάποιον σε δυσκολίες). Μορφολογικά αναλύεται σε en- + tangle

Ρήμα[επεξεργασία]

entangle (en)

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη tangle

Πηγές[επεξεργασία]

  • entangle - Cambridge Dictionary online
  • entangle - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)