entangle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | entangle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | entangles |
αόριστος | entangled |
παθητική μετοχή | entangled |
ενεργητική μετοχή | entangling |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- entangle < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική entaglen (εμπλέκω κάποιον σε δυσκολίες). Μορφολογικά αναλύεται σε en- + tangle
Ρήμα
[επεξεργασία]entangle (en)
- μπλέκω, μπερδεύω, εμπλέκω κάποιον σε κάτι απ' το οποίο είναι δύσκολο να διαφύγει (όπως σκοινιά, δίχτυα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη tangle