excellently

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός excellently
συγκριτικός more excellently
υπερθετικός most excellently

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
excellently < excellent + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

excellently (en)

  • εξαιρετικά, θαυμάσια, υπέροχα, περίφημα, έξοχα, μια χαρά, πολύ καλά
    They collaborated excellently on this.
    Συνεργάστηκαν εξαιρετικά σε αυτό.
    The player is serving the ball excellently.
    Ο παίκτης σερβίρει θαυμάσια την μπάλα.
    The food in the restaurant was excellently cooked.
    Το φαγητό στο εστιατόριο ήταν υπέροχα μαγειρεμένο.
    Everything went excellently in the presentation.
    Όλα πήγαν περίφημα στην παρουσίαση.
    The performance was excellently executed and everyone enjoyed it.
    Η παράσταση ήταν έξοχα εκτελεσμένη και όλοι το απόλαυσαν.
    We’re getting along excellently together.
    Τα πάμε μια χαρά μαζί.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]