fade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
fade (en)
- (αρχαϊκό) άγευστος, κοινότοπος
Ρήμα[επεξεργασία]
fade (en)
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fade | fades |
fade (fr) αρσενικό ή θηλυκό