fisc
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fisc (en)
[επεξεργασία]
Αγγλοσαξονικά (ang) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fisc (ang)
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- fisc < λατινική fiscus, καλάθι για να βάζει ο κόσμος λεφτά
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fisc | fiscs |
fisc (fr) αρσενικό