fragmentum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fragmentum ουδέτερο
- κομμάτι
- απομεινάρι
- (φιλολογία) σπάραγμα, απόσπασμα (όπως αποσπάσματα που έχουν διασωθεί από χαμένα έργα αρχαίων συγγραφέων)
- συντομογραφία: Fr.
Κλίση[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- fragmentum - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.