fundamental

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός fundamental
συγκριτικός more fundamental
υπερθετικός most fundamental

Επίθετο[επεξεργασία]

fundamental (en)

  1. θεμελιώδης
    fundamental principles - θεμελιώδεις αρχές
    a fundamental question - θεμελιώδες ζήτημα
  2. πρωταρχικός
    the fundamental meaning of a word - η πρωταρχική έννοια μιας λέξης
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη main

Πηγές[επεξεργασία]