gently

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός gently
συγκριτικός more gently
υπερθετικός most gently

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
gently < gentle + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

gently (en)

  1. απαλά, μαλακά, ελαφρά, με τρόπο απαλό και ελαφρύ, όχι δυνατό, ακραίο ή βίαιο
    ⮡  Hold it gently so it doesn’t break.
    Πιάσε το απαλά να μη σπάσει.
    ⮡  Swaddle the baby gently.
    Φάσκιωσε απαλά το μωρό.
    ⮡  He steps on the gas gently.
    Πατάει το γκάζι μαλακά.
    ⮡  I am pressing gently.
    Πιέζω ελαφρά.
     συνώνυμα: lightly
  2. απαλά, μαλακά, με ήρεμο, ευγενικό και ήσυχο τρόπο
    ⮡  He gently caressed her hand and start to talk to her about his love.
    Της χάιδεψε απαλά το χέρι κι άρχισε να της μιλάει για τον έρωτά του.
    ⮡  Tell him the news gently to not frighten him.
    Πες του την είδηση μαλακά για να μην τρομάξει.
  3. ελαφρά, με τρόπο που κλίνει πολύ σταδιακά
    ⮡  The road slopes down gently.
    Ο δρόμος κατηφορίζει ελαφρά.
  4. (βρετανικά αγγλικά, ανεπίσημο) προσεχτικά, χρησιμοποιείται για να πει σε κάποιον να είναι προσεκτικός
    ⮡  Hold it gently!
    Κράτησέ το προσεχτικά!