gently
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | gently |
συγκριτικός | more gently |
υπερθετικός | most gently |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]gently (en)
- απαλά, μαλακά, ελαφρά, με τρόπο απαλό και ελαφρύ, όχι δυνατό, ακραίο ή βίαιο
- απαλά, μαλακά, με ήρεμο, ευγενικό και ήσυχο τρόπο
- ⮡ He gently caressed her hand and start to talk to her about his love.
- Της χάιδεψε απαλά το χέρι κι άρχισε να της μιλάει για τον έρωτά του.
- ⮡ Tell him the news gently to not frighten him.
- Πες του την είδηση μαλακά για να μην τρομάξει.
- ⮡ He gently caressed her hand and start to talk to her about his love.
- ελαφρά, με τρόπο που κλίνει πολύ σταδιακά
- ⮡ The road slopes down gently.
- Ο δρόμος κατηφορίζει ελαφρά.
- ⮡ The road slopes down gently.
- (βρετανικά αγγλικά, ανεπίσημο) προσεχτικά, χρησιμοποιείται για να πει σε κάποιον να είναι προσεκτικός
- ⮡ Hold it gently!
- Κράτησέ το προσεχτικά!
- ⮡ Hold it gently!