gorączka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gorączka | gorączki |
γενική | gorączki | gorączek |
δοτική | gorączce | gorączkom |
αιτιατική | gorączkę | gorączki |
οργανική | gorączką | gorączkami |
τοπική | gorączce | gorączkach |
κλητική | gorączko | gorączki |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gorączka (pl) θηλυκό
- ο πυρετός