grow out of
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | grow out of |
γ΄ ενικό ενεστώτα | grows out of |
αόριστος | grew out of |
παθητική μετοχή | grown out of |
ενεργητική μετοχή | growing out of |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
grow out of (en)
- περνάω μεγαλώνοντας, φεύγω μεγαλώνοντας, διορθώνομαι με την ηλικία, σταματάω να κάνω κάτι γιατί μεγαλώνω
Πηγές[επεξεργασία]
- grow out of - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 361, 692-695, 849. ISBN 9780194325684., λήμμα: ηλικία, περνώ, συνήθεια