Μετάβαση στο περιεχόμενο

grow

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
ενεστώτας grow
γ΄ ενικό ενεστώτα grows
αόριστος grew
παθητική μετοχή grown
ενεργητική μετοχή growing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

grow (en)

  1. (αμετάβατο) μεγαλώνω, αναπτύσσομαι, αυξάνομαι σε μέγεθος, αριθμό, δύναμη ή ποιότητα
    παράδειγμα  Athens keeps growing.
    Η Αθήνα διαρκώς μεγαλώνει.
    παράδειγμα  The crowd grew.
    Το πλήθος μεγάλωνε.
    παράδειγμα  Her influence grows.
    Η επιρροή της μεγαλώνει.
    παράδειγμα  Our economy is growing at a slow rate.
    Η οικονομία μας αναπτύσσεται με αργό ρυθμό.
    παράδειγμα  a business which grows quickly - μια επιχείρηση που αναπτύσσεται ταχέως
    παράδειγμα  Salaries/prices will grow by 10%.
    Οι μισθοί/τιμές θα αυξηθούν κατά 10%.
    παράδειγμα  His influence grew steadily.
    Η επιρροή του αυξανόταν διαρκώς.
  2. (αμετάβατο) μεγαλώνω, για άτομο ή ζώο που γίνεται μεγαλύτερο ή ψηλότερο και εξελίσσεται σε ενήλικο
    παράδειγμα  How quickly he is growing!
    Πόσο γρήγορα μεγαλώνει!
    παράδειγμα  He has grown into a fine young man.
    Μεγάλωσε κι έγινε ωραίος νέος.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) φυτρώνω, βλασταίνω, αναπτύσσομαι, γίνομαι, για φυτά, που αναπτύσσονται και μεγαλώνουν ή φυτά που καλλιεργώ
    παράδειγμα  Plants grow from seeds.
    Τα φυτά φυτρώνουν/γίνονται από σπόρους.
    παράδειγμα  The wheat has started to grow.
    Το στάρι άρχισε να φυτρώνει.
    παράδειγμα  The rain will help the beans grow.
    Η βροχή θα βοηθήσει τις φασολιές να βλαστήσουν.
    παράδειγμα  Nothing grows in these parts.
    Τίποτα δεν βλασταίνει σε αυτό τον τόπο.
    παράδειγμα  Plants need light and water to grow naturally.
    Τα φυτά χρειάζονται φως και νερό για να αναπτυχθούν φυσικά.
    παράδειγμα  Palm trees don’t grow in the North.
    Οι φοίνικες δεν αναπτύσσονται/γίνονται στο Βορρά.
    παράδειγμα  This year I will grow potatoes/corn.
    Φέτος θα καλλιεργήσω πατάτες/καλαμπόκι.
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) μεγαλώνω, για μαλλιά ή νύχια που μακρύνουν ή τα αφήνω να μακρύνουν με το να μην κόβουν
    παράδειγμα  Don’t let your hair grow too long.
    Μην αφήσεις να μεγαλώσουν πολύ τα μαλλιά σου.
  5. γίνομαι, αρχίζω να έχω ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό ή συναίσθημα σε μια χρονική περίοδο
    παράδειγμα  He grew mad with anger.
    Έγινε τρελός από θυμό.
    παράδειγμα  when it grew dark - όταν έγινε σκοτάδι
    παράδειγμα  As the day went on, the heat grew stronger.
    Καθώς προχωρούσε η μέρα, η ζέστη γινόταν μεγαλύτερη.
    παράδειγμα  The sky grew increasingly dark until the storm broke out.
    Ο ουρανός σκοτείνιαζε ολοένα και περισσότερο μέχρι που ξέσπασε η μπόρα.
     συνώνυμα: become
  6. (αμετάβατο) γίνομαι, αναπτύσσομαι, σταδιακά αρχίζω να κάνω κάτι
    παράδειγμα  With time he grew more obedient.
    Με τον καιρό έγινε πιο υπάκουος.
    παράδειγμα  A warm friendship grew between them.
    Μια θερμή φιλία αναπτύχθηκε μεταξύ τους.
  7. (αμετάβατο) γίνομαι, αναπτύσσω και βελτιώνω συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ή δεξιότητες
    παράδειγμα  He grew into a first-rate actor.
    Έγινε πρώτης τάξεως ηθοποιός.
    παράδειγμα  We must always try to keep growing (=improving ourselves).
    Πρέπει πάντα να προσπαθούμε να βελτιωνόμαστε.
  8. (μεταβατικό) χτίζω μια επιχείρηση
    παράδειγμα  I am growing my business.
    Χτίζω την επιχείρηση μου.
     συνώνυμα: build

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • grow - Oxford Learner's Dictionaries
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 55-56, 142, 167, 189-190, 532, 954-955. ISBN 9780194325684. , λήμμα: αναπτύσσω, αυξάνω, βλαστάνω, γίνομαι, μεγαλώνω, φυτρώνω