grow
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | grow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | grows |
αόριστος | grew |
παθητική μετοχή | grown |
ενεργητική μετοχή | growing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα[επεξεργασία]
grow (en)