grow
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| ενεστώτας | grow |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | grows |
| αόριστος | grew |
| παθητική μετοχή | grown |
| ενεργητική μετοχή | growing |
| αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
Ρήμα
[επεξεργασία]grow (en)
- (αμετάβατο) μεγαλώνω, αναπτύσσομαι, αυξάνομαι σε μέγεθος, αριθμό, δύναμη ή ποιότητα
Athens keeps growing.
- Η Αθήνα διαρκώς μεγαλώνει.
The crowd grew.
- Το πλήθος μεγάλωνε.
Her influence grows.
- Η επιρροή της μεγαλώνει.
Our economy is growing at a slow rate.
- Η οικονομία μας αναπτύσσεται με αργό ρυθμό.
a business which grows quickly - μια επιχείρηση που αναπτύσσεται ταχέως
Salaries/prices will grow by 10%.
- Οι μισθοί/τιμές θα αυξηθούν κατά 10%.
His influence grew steadily.
- Η επιρροή του αυξανόταν διαρκώς.
- (αμετάβατο) μεγαλώνω, για άτομο ή ζώο που γίνεται μεγαλύτερο ή ψηλότερο και εξελίσσεται σε ενήλικο
How quickly he is growing!
- Πόσο γρήγορα μεγαλώνει!
He has grown into a fine young man.
- Μεγάλωσε κι έγινε ωραίος νέος.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) φυτρώνω, βλασταίνω, αναπτύσσομαι, γίνομαι, για φυτά, που αναπτύσσονται και μεγαλώνουν ή φυτά που καλλιεργώ
Plants grow from seeds.
- Τα φυτά φυτρώνουν/γίνονται από σπόρους.
The wheat has started to grow.
- Το στάρι άρχισε να φυτρώνει.
The rain will help the beans grow.
- Η βροχή θα βοηθήσει τις φασολιές να βλαστήσουν.
Nothing grows in these parts.
- Τίποτα δεν βλασταίνει σε αυτό τον τόπο.
Plants need light and water to grow naturally.
- Τα φυτά χρειάζονται φως και νερό για να αναπτυχθούν φυσικά.
Palm trees don’t grow in the North.
- Οι φοίνικες δεν αναπτύσσονται/γίνονται στο Βορρά.
This year I will grow potatoes/corn.
- Φέτος θα καλλιεργήσω πατάτες/καλαμπόκι.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μεγαλώνω, για μαλλιά ή νύχια που μακρύνουν ή τα αφήνω να μακρύνουν με το να μην κόβουν
Don’t let your hair grow too long.
- Μην αφήσεις να μεγαλώσουν πολύ τα μαλλιά σου.
- γίνομαι, αρχίζω να έχω ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό ή συναίσθημα σε μια χρονική περίοδο
He grew mad with anger.
- Έγινε τρελός από θυμό.
when it grew dark - όταν έγινε σκοτάδι
As the day went on, the heat grew stronger.
- Καθώς προχωρούσε η μέρα, η ζέστη γινόταν μεγαλύτερη.
The sky grew increasingly dark until the storm broke out.
- Ο ουρανός σκοτείνιαζε ολοένα και περισσότερο μέχρι που ξέσπασε η μπόρα.
- ≈ συνώνυμα: become
- (αμετάβατο) γίνομαι, αναπτύσσομαι, σταδιακά αρχίζω να κάνω κάτι
With time he grew more obedient.
- Με τον καιρό έγινε πιο υπάκουος.
A warm friendship grew between them.
- Μια θερμή φιλία αναπτύχθηκε μεταξύ τους.
- (αμετάβατο) γίνομαι, αναπτύσσω και βελτιώνω συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ή δεξιότητες
He grew into a first-rate actor.
- Έγινε πρώτης τάξεως ηθοποιός.
We must always try to keep growing (=improving ourselves).
- Πρέπει πάντα να προσπαθούμε να βελτιωνόμαστε.
- (μεταβατικό) χτίζω μια επιχείρηση
Παράγωγα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- grow - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 55-56, 142, 167, 189-190, 532, 954-955. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναπτύσσω, αυξάνω, βλαστάνω, γίνομαι, μεγαλώνω, φυτρώνω