haul
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
haul | hauls |
haul (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | haul |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hauls |
αόριστος | hauled |
παθητική μετοχή | hauled |
ενεργητική μετοχή | hauling |
haul (en)