haul
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
haul | hauls |
haul (en)
- η μεταφορά φορτίου
- η λεία ενός κλέφτη
- η ψαριά
- τα ψώνια, το σύνολο των αγορών που έκανε κάποιος πηγαίνοντας μια φορά στα μαγαζιά
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | haul |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hauls |
αόριστος | hauled |
παθητική μετοχή | hauled |
ενεργητική μετοχή | hauling |
haul (en)