huff
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | huff |
γ΄ ενικό ενεστώτα | huffs |
αόριστος | huffed |
παθητική μετοχή | huffed |
ενεργητική μετοχή | huffing |
Ρήμα[επεξεργασία]
huff (en)
- ξεφυσάω/ξεφυσώ, για να δηλώσω αγανάκτηση, δυσανασχέτηση, κούραση