indulge
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | indulge |
γ΄ ενικό ενεστώτα | indulges |
αόριστος | indulged |
παθητική μετοχή | indulged |
ενεργητική μετοχή | indulging |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]indulge (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο) επιδίδομαι σε κάτι, παραδίδομαι σε κάτι, αφήνομαι σε κάτι, επιτρέπω στον εαυτό μου να έχω ή να κάνω κάτι που μου αρέσει, ειδικά κάτι που θεωρείται κακό για μένα
- ⮡ They went into town to indulge in some serious shopping.
- Πήγαν στην πόλη για να επιδοθούν σε σοβαρά ψώνια.
- ⮡ He was free to indulge in a little romantic daydreaming.
- Ήταν ελεύθερος να παραδοθεί σε λίγες ρομαντικές ονειροπολήσεις.
- ⮡ I indulged myself with a long, hot bath.
- Αφέθηκα σε ένα μεγάλο, ζεστό μπάνιο.
- ⮡ For a special treat, indulge yourself with one of these luxury desserts.
- Για μια ιδιαίτερη απόλαυση, αφέσου σε ένα από αυτά τα πολυτελή γλυκά.
- ⮡ They went into town to indulge in some serious shopping.
- (μεταβατικό) ικανοποιώ τις επιθυμίες κάποιου
- (μεταβατικό) κακομαθαίνω, κάνω σε κάποιον τα χατίρια, είμαι υπερβολικά γενναιόδωρος στο να επιτρέπω σε κάποιον να έχει ή να κάνει ό,τι του αρέσει
- (αμετάβατο) ενδίδω σε κάτι, συμμετέχω σε μια δραστηριότητα, ειδικά σε μια δραστηριότητα που είναι παράνομη
- ⮡ He preferred to resign rather than indulge in their blackmail.
- Προτίμησε να παραιτηθεί παρά να ενδώσει στους εκβιασμούς τους.
- ⮡ He preferred to resign rather than indulge in their blackmail.