Μετάβαση στο περιεχόμενο

indulge

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας indulge
γ΄ ενικό ενεστώτα indulges
αόριστος indulged
παθητική μετοχή indulged
ενεργητική μετοχή indulging

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
indulge < λατινική indulgeo

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɪnˈdʌldʒ/
 

indulge (en)

  1. (μεταβατικό & αμετάβατο) επιδίδομαι σε κάτι, παραδίδομαι σε κάτι, αφήνομαι σε κάτι, επιτρέπω στον εαυτό μου να έχω ή να κάνω κάτι που μου αρέσει, ειδικά κάτι που θεωρείται κακό για μένα
      They went into town to indulge in some serious shopping.
    Πήγαν στην πόλη για να επιδοθούν σε σοβαρά ψώνια.
      He was free to indulge in a little romantic daydreaming.
    Ήταν ελεύθερος να παραδοθεί σε λίγες ρομαντικές ονειροπολήσεις.
      I indulged myself with a long, hot bath.
    Αφέθηκα σε ένα μεγάλο, ζεστό μπάνιο.
      For a special treat, indulge yourself with one of these luxury desserts.
    Για μια ιδιαίτερη απόλαυση, αφέσου σε ένα από αυτά τα πολυτελή γλυκά.
  2. (μεταβατικό) ικανοποιώ τις επιθυμίες κάποιου
      I am willing to indulge your every demand.
    Είμαι πρόθυμος να ικανοποιήσω κάθε απαίτησή σας.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη satisfy
  3. (μεταβατικό) κακομαθαίνω, κάνω σε κάποιον τα χατίρια, είμαι υπερβολικά γενναιόδωρος στο να επιτρέπω σε κάποιον να έχει ή να κάνει ό,τι του αρέσει
      She didn’t believe in indulging the children with presents.
    Δεν πίστευε στο να κακομαθαίνει τα παιδιά με δώρα.
      Don’t indulge all his whims because you will spoil him.
    Μην του κάνεις όλα τα χατίρια, γιατί θα τον κακομάθεις.
     συνώνυμα:  coddle, cosset, pamper και spoil
  4. (αμετάβατο) ενδίδω σε κάτι, συμμετέχω σε μια δραστηριότητα, ειδικά σε μια δραστηριότητα που είναι παράνομη
      He preferred to resign rather than indulge in their blackmail.
    Προτίμησε να παραιτηθεί παρά να ενδώσει στους εκβιασμούς τους.

Συγγενικά

[επεξεργασία]