spoil
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
spoil (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
spoil (en)
- (μεταβατικό) χαλάω κάτι (το καταστρέφω)
- (μεταβατικό) χαλάω κάποιον (τον κακομαθαίνω)
- (αμετάβατο) χαλάω (για φαγητό)