ingenium
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /inˈɡe.ni.um/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ingenium (la) ουδέτερο
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ingenium | ingenia |
γενική | ingeniī | ingeniōrum |
δοτική | ingeniō | ingeniīs |
αιτιατική | ingenium | ingenia |
κλητική | ingenium | ingenia |
αφαιρετική | ingeniō | ingeniīs |
Πηγές
[επεξεργασία]- ingenium - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.