insight

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
insight insights

Ετυμολογία [επεξεργασία]

insight < in- + sight

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

insight (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) βαθιά και ακριβής γνώση, η εικόνα, η κατανόηση του πώς είναι κάτι
    new scientific insights - καινούριες επιστημονικές γνώσεις
    It shows deep insight into the human character.
    Δείχνει βαθιά γνώση του ανθρώπινου χαρακτήρα.
    It gets a clear insight on the problems of young people.
    Παίρνει καθαρή εικόνα για τα προβλήματα των νέων.
  2. (μη μετρήσιμο) η διορατικότητα, η ικανότητα να βλέπω και να κατανοώ την αλήθεια για ανθρώπους ή καταστάσεις
    His insight allows him to plan for the future.
    Η διορατικότητά του του επέτρεπε να σχεδιάζει το μέλλον.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη foresight

Πηγές[επεξεργασία]