insight
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
insight
(en)
ενόραση
βαθιά και ακριβής
γνώση
επίγνωση
, έχω
εικόνα
,
αντίληψη
για κάτι
(
ψυχιατρική
) επίγνωση του ψυχασθενούς ότι οι παραισθήσεις του και η μεταβολή των συναισθημάτων του προέρχονται από τον ίδιο και όχι το περιβάλλον
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Ψυχιατρική (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
বাংলা
Deutsch
English
Esperanto
Eesti
فارسی
Suomi
Français
Magyar
Հայերեն
Ido
日本語
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Limburgs
ລາວ
Lietuvių
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Oromoo
Polski
Português
Русский
Sängö
Simple English
தமிழ்
తెలుగు
ไทย
Türkçe
اردو
Tiếng Việt
中文