insight

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

insight (en)

  1. ενόραση
  2. βαθιά και ακριβής γνώση
  3. επίγνωση, έχω εικόνα, αντίληψη για κάτι
  4. (ψυχιατρική) επίγνωση του ψυχασθενούς ότι οι παραισθήσεις του και η μεταβολή των συναισθημάτων του προέρχονται από τον ίδιο και όχι το περιβάλλον