jecur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]jecur ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | jecur | jecoră |
γενική | jecoris | jecorum |
δοτική | jecorī | jecorĭbus |
αιτιατική | jecur | jecoră |
κλητική | jecur | jecoră |
αφαιρετική | jecore | jecorĭbus |
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | jecur | jecinoră |
γενική | jecinoris | jecinorum |
δοτική | jecinorī | jecinorĭbus |
αιτιατική | jecur | jecinoră |
κλητική | jecur | jecinoră |
αφαιρετική | jecinore | jecinorĭbus |