kłódka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική kłódka kłódki
γενική kłódki kłódek
δοτική kłódce kłódkom
αιτιατική kłód kłódki
οργανική kłód kłódkami
τοπική kłódce kłódkach
κλητική kłódko kłódki

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkwutka/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

kłódka (pl) θηλυκό