kanapka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kanapka | kanapki |
γενική | kanapki | kanapek |
δοτική | kanapce | kanapkom |
αιτιατική | kanapkę | kanapki |
οργανική | kanapką | kanapkami |
τοπική | kanapce | kanapkach |
κλητική | kanapko | kanapki |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kanapka (pl) θηλυκό
- συνηθισμένο πρόχειρο είδος σάντουιτς με μία μόνο φέτα ψωμί
- μικρός καναπές, καναπεδάκι