kiełbasa

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
kiełbasy
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική kiełbasa kiełbasy
γενική kiełbasy kiełbas
δοτική kiełbasie kiełbasom
αιτιατική kiełbasę kiełbasy
οργανική kiełbasą kiełbasami
τοπική kiełbasie kiełbasach
κλητική kiełbaso kiełbasy

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
kiełbasa < ουγγρική kolbász

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /cɛwˈba.sa/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kiełbasa (pl) θηλυκό

  1. το λουκάνικο
  2. (ειδικότερα) το χωριάτικο λουκάνικο

Συγγενικά

[επεξεργασία]